πετρελαιόπισσα

πετρελαιόπισσα
η, Ν
το πυκνόρρευστο υλικό που απομένει στους λέβητες μετά την απόσταξη τού πετρελαίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”